- ξεροβήχω
- ξερόβηξα1. βήχω χωρίς να βγάζω φλέγματα.2. βήχω, κάνω πως βήχω για να με προσέξει κάποιος ή για να δώσω κάποιο σήμα: Μόλις ακούστηκε το ψέμα, ξερόβηξαν μερικοί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.